- βαραθρώνω
- βαραθρώνω, βαράθρωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
βαραθρώνω — ωσα, βαραθρωμένος, ρίχνω στο βάραθρο, καταστρέφω: Η αύξηση της τιμής τουπετρελαίου θα βαραθρώσει την οικονομία πολλών χωρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβαράθρωτος — η, ο [βαραθρώνω] 1. αυτός που δεν γκρεμίστηκε σε βάραθρο 2. αυτός που δεν καταστράφηκε, δεν έπαθε μεγάλη ζημιά (απώλεια περιουσίας κ.ά.) … Dictionary of Greek